- κατάγνυμι
- κατάγνυμι fut. κατεάξω Mt 12:20, 2 sg. κατάξεις Hab 3:12; 1 aor. κατέαξα, ptc. κατάξας, impv. κάταξον LXX; 2 aor. pass. κατεάγην (W-S. §12, 2; 15 under ἄγνυμι; B-D-F §66, 2; 101 under ἄγνυμι; Mlt-H. 189; 226 under ἄγνυμι), 3 sg. κατεάχθη Jer 31:25 (ἄγνυμι ‘break, shiver’; Hom.+; ins, pap, LXX, Philo; Jos., Bell. 6, 402, Ant. 5, 225) break a reed Mt 12:20; limbs of the body (Menand., Epitr. 1062 S.=704 Kö.; Prov. Aesopi 10 P. λόγος καλὸς ὀστοῦν κατεάξει) τὰ σκέλη the legs J 19:31, 32, 33 (Eus., HE 5, 21, 3 κατεάγνυται τὰ σκέλη; Philostorg. 3, 27 Ἀέτιον ἀμφοῖν τοῖν σκέλοιν κατεαγῆναι.—Pauly-W. IV 1731. Cp. σκελοκοπέω and s. σκέλος). DELG s.v. ἄγνυμι. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.